magistral

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό magistral magistraux
θηλυκό magistrale magistrales

Επίθετο

magistral (fr)

  1. (σπάνιο) σχετικός με τον δάσκαλο, τον καθηγητή, κάποιος που γνωρίζει άριστα το θέμα για το οποίο μιλά
  2. (λογοτεχνικό) που έχει τον τόνο, την έκφραση που αρμόζει στα παραπάνω
  3. (μεταφορικά) σημαντικός, αριστοτεχνικός

Συγγενικά



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

magistral (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.