météo
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- météo < περικοπή του météorologique
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.te.ɔ/
Επίθετο
météo (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) μετεωρολογικός
- ↪ les prévisions météo - η πρόβλεψη του καιρού
Ετυμολογία
- météo < περικοπή του météorologie
Ουσιαστικό
météo (fr) θηλυκό άκλιτο (οικείο)
- (μετεωρολογία) η μετεωρολογία
- ↪ j'aime étudier la météo - μου αρέσει η μελέτη της μετεωρολογίας
- ο καιρός
- ↪ la météo est instable - ο καιρός είναι ασταθής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.