lokmacı

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

lokmacı < lokma + -cı

Προφορά

ΔΦΑ : /lɔk.mɑ.ˈd͡ʒɯ/

Ουσιαστικό

lokmacı

  1. ο λουκουματζής, άτομο που κατασκευάζει ή πουλάει λουκουμάδες
  2. το λουκουματζίδικο, το κατάστημα όπου παρασκευάζονται ή/και σερβίρονται λουκουμάδες

Συγγενικά

  • lokmacılık

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.