litosfera

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

litosfera (bs)



Γαλικιανά (gl)

Ουσιαστικό

litosfera (gl)



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

litosfera (es)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

litosfera (it)



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

litosfera (ca)



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

litosfera (hr)



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

litosfera (lt)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

litosfera (pl) θηλυκό

Συγγενικά

  • litosferyczny



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

litosfera (pt)



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

litosfera (sr)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

litosfera (sl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.