król

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /krul/
 

Ετυμολογία

król (pl) < από το όνομα του Καρλομάγνου

Ουσιαστικό

król (pl) αρσενικό

  1. ο βασιλιάς
  2. ο Ρήγας στα τραπουλόχαρτα

Εκφράσεις

  • tam, gdzie król chodzi piechotą: (κατά λέξη: εκεί που ο βασιλιάς πάει με τα πόδια)
  • za króla Ćwieczka: πάρα πολύ παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.