kirke

Δανικά (da)

Ουσιαστικό

kirke (da)

  1. (χριστιανισμός) η εκκλησία, ναός
  2. (χριστιανισμός) η εκκλησία (οργάνωση)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

kirke (no)

  1. (χριστιανισμός) η εκκλησία, ναός
  2. (χριστιανισμός) η εκκλησία (οργάνωση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.