kilt

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

Ουσιαστικό

kilt (en)

  • (ενδυμασία) το κιλτ: σκωτσέζικη καρό φούστα



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

kilt < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

kilt (fr) αρσενικό

  • (ενδυμασία) το κιλτ: σκωτσέζικη καρό φούστα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.