key logger
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
key logger (en)
- (πληροφορική) ο καταγραφέας πληκτρολογήσεων, με άγνοια του χρήστη [1]
Συνώνυμα
- keyboard capturing
- keylogging
- Keystroke logging
- keystroke recorder
Υπερώνυμα
-
key logger στην αγγλική Βικιπαίδεια

- Keystroke logging, εικόνες στα Wikimedia Commons
Αναφορές
- Άγγελος Κυρίτσης, Τι διαφορά έχει ένας ιός υπολογιστή, ένα trojan, ένα spyware και τα υπόλοιπα malware?, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-05. Αρχειοθέτηση 2017-07-16. Προσπέλαση 2020-08-20.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.