karalamak
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
karalamak
<
kara
+
-la
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kɑ.ɾɑ.ɫɑˈmɑk
/
Ρήμα
karalamak
(tr)
διαγράφω
με πλάγια γραμμή (εσφαλμένη, ή μη ενεργή) λέξη που έγραψα με πένα, στυλό ή μαρκαδόρο, τραβώ τυχαία γραμμή πάνω σε εσφαλμένη ή άκυρη πια λέξη
γράφω
τυχαία ή απρόσεκτα
(
μεταφορικά
)
δυσφημίζω
,
δυσφημώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.