jazyk

Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

jazyk (sk) αρσενικό

  1. (γλώσσα) η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
  2. (ανατομία) η γλώσσα



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

jazyk (cs) αρσενικό

  1. (γλώσσα) η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
  2. (ανατομία) η γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.