in favour

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

in favour <  δείτε τις λέξεις in και favour

Έκφραση

in favour (en) (ιδιωματισμός, βρετανική γραφή)

  • για χάρη, σε αντάλλαγμα για άλλο πράγμα γιατί το άλλο είναι καλύτερο ή το θέλω περισσότερο
    He was passed over in recent promotions in favour of Smith.
    Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.

  • in favor (αμερικανική γραφή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.