ice

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

ice < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aɪs/

Ουσιαστικό

ice (en)

  1. πάγος
  2. (ΗΠΑ, παρωχημένο) παγωτό (από το ice cream)

Ρήμα

ice (en)

  1. (μεταβατικό) παγώνω κάτι (το βάζω στον πάγο)
  2. (αμετάβατο) παγώνω, γίνομαι πάγος
  3. (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)
     συνώνυμα: frost
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.