hoqueton
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
hoqueton
<
auqueton
<
αραβική
al-goton
(
βαμβάκι
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʔɔ.k(ə)tɔ̃
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
hoqueton
hoquetons
hoqueton
(fr)
αρσενικό
είδος χοντρού
σακακιού
που οι
ιππότες
φορούσαν κάτω από τον
σιδηρόπλεκτο
θώρακά
τους
→
δείτε
τις
λέξεις
chevalier
,
coton
,
haubert
και
veste
σακάκι
ενός
αγρότη
ή
βοσκού
→
δείτε
τις
λέξεις
berger
,
casaque
,
paysan
και
veste
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.