guinder
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- guinder < windé < σκανδιναβική winda, υψώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɛ̃.de/
Ρήμα
guinder (fr) (μεταβατικό)
- (τεχνολογία) υψώνω ένα κατάρτι με ένα πολύσπαστο
- (τεχνολογία) σηκώνω ένα βάρος με γερανό, τροχαλία ή άλλο μηχανισμό
- (λόγιο) προσέχω πάρα πολύ την εμφάνιση κάποιου, κάνω κάτι ή κάποιον να φαίνεται επιτηδευμένος
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.