guindé

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

guindé < guinder

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɛ̃.de/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό guindé guindés
θηλυκό guindée guindées

guindé (fr)

  1. επιτηδευμένος
  2. που προσποιείται
  3. σφιγμένος (μέσα στα ρούχα του/της)

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  guinder
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.