guindé
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- guindé < guinder
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɛ̃.de/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | guindé | guindés |
| θηλυκό | guindée | guindées |
guindé (fr)
- επιτηδευμένος
- που προσποιείται
- σφιγμένος (μέσα στα ρούχα του/της)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη guinder
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.