freewheeling
Αγγλικά (en)
Επίθετο
freewheeling (en)
- που κυλά το ποδήλατό του-της χωρίς πετάλι (λόγο ορμής ή κατηφόρας)
- για ποδήλατο ή μηχανισμό ποδηλάτου που επιτρέπει την απεμπλοκή απ' την αλυσίδα προς εκμετάλλευση της ορμής χωρίς πεταλιές
- που δεν ακολουθεί κανόνες
- (μεταφορική μα συχνότερη χρήση) που διακρίνεται από αφέλεια τρόπων, μη αυτοσυγκράτηση και συνήθως μη κακόβουλη αγένεια
Συνώνυμα
- unconstraint
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.