freewheeling

Αγγλικά (en)

Επίθετο

freewheeling (en)

  1. που κυλά το ποδήλατό του-της χωρίς πετάλι (λόγο ορμής ή κατηφόρας)
  2. για ποδήλατο ή μηχανισμό ποδηλάτου που επιτρέπει την απεμπλοκή απ' την αλυσίδα προς εκμετάλλευση της ορμής χωρίς πεταλιές
  3. που δεν ακολουθεί κανόνες
  4. (μεταφορική μα συχνότερη χρήση) που διακρίνεται από αφέλεια τρόπων, μη αυτοσυγκράτηση και συνήθως μη κακόβουλη αγένεια

Συνώνυμα

  • unconstraint
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.