francophonie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Από το francophone.

Προφορά

ΔΦΑ : /fʁɑ̃.kɔ.fɔ.ni/

Ουσιαστικό

francophonie (fr) θηλυκό

  1. Το σύνολο των γαλλόφωνων πληθυσμών του κόσμου.
  2. Κίνημα υποστήριξης της γαλλικής γλώσσας.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.