fiu
Παλαιά γαλλικά
(fro)
Ουσιαστικό
fiu
αρσενικό
το
φέουδο
(
→
δείτε
τη
λέξη
fieu
)
Ρουμανικά
(ro)
Ουσιαστικό
fiu
(ro)
αρσενικό
γιος
Κλίση
κλίση του
fiu
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
fiu
fiul
nişte
fii
fiii
γενική
a unui
fiu
fiului
a unor
fii
fiilor
δοτική
unui
fiu
fiului
unor
fii
fiilor
αιτιατική
un
fiu
fiul
nişte
fii
fiii
κλητική
—
-
—
-
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.