fi

Γαλλικά (fr)

Επιφώνημα

fi (fr)

  1. εκφράζει αηδία ή περιφρόνηση



Κινιαρουάντα (rw)

Ουσιαστικό

fi (rw)



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

fi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: φι



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

a fi (ro)

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.