faggots

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
faggots (en) πληθυντικός (faggot (en) αγγλικά)
- κεμπάπ, κεφτεδάκια κεμπάπ, κεφτεδάκια από χοιρινά εντόσθια
- πουσταρδέλια, πούστηδες, πουστρόνια, πουστά(ν)τζες
- δεμάτι ξύλων, δέσμη ξύλων, υλόδεσμη, υλοδέσμη, υλοδεσμίδα, φάσκιο
- κρατικό ή παρακρατικό σύμβολο (Γαλλική Δημοκρατία, ΗΠΑ, Φιλική Εταιρεία (με κολόνες), φασιστών, ναζί κτλ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.