faggots

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

faggots (en) πληθυντικός (faggot (en) αγγλικά)

  1. κεμπάπ, κεφτεδάκια κεμπάπ, κεφτεδάκια από χοιρινά εντόσθια
  2. πουσταρδέλια, πούστηδες, πουστρόνια, πουστά(ν)τζες
  3. δεμάτι ξύλων, δέσμη ξύλων, υλόδεσμη, υλοδέσμη, υλοδεσμίδα, φάσκιο
    • κρατικό ή παρακρατικό σύμβολο (Γαλλική Δημοκρατία, ΗΠΑ, Φιλική Εταιρεία (με κολόνες), φασιστών, ναζί κτλ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.