estran

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
estran estrans

Ουσιαστικό

estran (fr) αρσενικό

  1. η παραθαλάσσια ζώνη που αποκαλύπτεται από την άμπωτη και ξανακρύβεται με την παλίρροια. Χωρίζεται σε slikke και schorre
     συνώνυμα: batture, zone intertidale
  2. η διαφορά ύψους του νερού ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη
     συνώνυμα: marnage
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.