estran
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
estran
estrans
Ουσιαστικό
estran
(fr)
αρσενικό
η παραθαλάσσια ζώνη που αποκαλύπτεται από την
άμπωτη
και ξανακρύβεται με την
παλίρροια
. Χωρίζεται σε
slikke
και
schorre
≈
συνώνυμα
:
batture
,
zone intertidale
η διαφορά ύψους του νερού ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη
≈
συνώνυμα
:
marnage
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.