estampille
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| estampille | estampilles |
Ουσιαστικό
estampille (fr) θηλυκό
- η σφραγίδα που δηλώνει την αυθεντικότητα ενός έργου, κειμένου, κ.α.
Εκφράσεις
- (μεταφορικά) (οικείο) marquer de son estampille: αποτυπώνω σε ένα έργο την προσωπική μου έκφραση, κάτι που με χαρακτηρίζει
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.