error-correction

Αγγλικά (en)

  • error correction (en)

Ουσιαστικό

error-correction (en)

  • (πληροφορική) αποσφαλμάτωση, αποσφαλματοποίηση, εκσφαλμάτωση, εκσφαλματοποίηση, σφαλματοδιόρθωση, διόρθωση σφαλμάτων, σφαλματολογική διόρθωση

Σημειώσεις

  • error-correction: αποσφαλμάτωση δεδομένων
  • debugging: αποσφαλμάτωση κώδικα (πχ. επίλυση κωλύματος λογισμικού), μηχανισμού ή κυκλώματος
  • αποφεύγεται ο οξύμωρος όρος «σφαλματική διόρθωση» διότι ερμηνεύεται και ως «εσφαλμένη διόρθωση, κακοδιόρθωση»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.