dziesięć

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Αριθμητικό

dziesięć (pl)

  1. δέκα
    w teleturnieju udział brało dziesięciu panów i dziesięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε δέκα άντρες και δέκα γυναίκες

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
  • όταν αναφέρεται στην ονομαστική αρρενοπροσωπικών ουσιαστικών, παίρνει τη μορφή της γενικής (dziesięciu, βλέπε παράδειγμα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.