παρενδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρενδυτικός | η | παρενδυτική | το | παρενδυτικό |
| γενική | του | παρενδυτικού | της | παρενδυτικής | του | παρενδυτικού |
| αιτιατική | τον | παρενδυτικό | την | παρενδυτική | το | παρενδυτικό |
| κλητική | παρενδυτικέ | παρενδυτική | παρενδυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρενδυτικοί | οι | παρενδυτικές | τα | παρενδυτικά |
| γενική | των | παρενδυτικών | των | παρενδυτικών | των | παρενδυτικών |
| αιτιατική | τους | παρενδυτικούς | τις | παρενδυτικές | τα | παρενδυτικά |
| κλητική | παρενδυτικοί | παρενδυτικές | παρενδυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρενδυτικός < παρ- + ένδυ(ση) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transvestite ή τη γαλλική travesti
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παρενδυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.