doigter

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

doigter < doigt

Ρήμα

doigter (fr)

  • (μουσική)
  1. (μεταβατικό) τοποθετώ τα δάχτυλα όπως πρέπει για να παίξω ορισμένα όργανα
  2. (αμετάβατο) εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι βάζοντας τα δάχτυλα στα κατάλληλα σημεία του οργάνου

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη doigt
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.