doigter
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- doigter < doigt
Ρήμα
doigter (fr)
- (μουσική)
- (μεταβατικό) τοποθετώ τα δάχτυλα όπως πρέπει για να παίξω ορισμένα όργανα
- (αμετάβατο) εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι βάζοντας τα δάχτυλα στα κατάλληλα σημεία του οργάνου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη doigt
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.