diaphragm

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

diaphragm (en)

  1. (ανατομία) το διάφραγμα (μεταξύ θώρακα και κοιλιάς ή άλλων οργάνων)
  2. διάφραγμα (για τη γυναικεία αντισύλληψη)
  3. διάφραγμα, λεπτή μεμβράνη σε μηχανισμούς, σε χημικά πειράματα κλπ
  4. το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.