diaphragm
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
diaphragm
(en)
(
ανατομία
)
το
διάφραγμα
(μεταξύ θώρακα και κοιλιάς ή άλλων οργάνων)
διάφραγμα
(για τη γυναικεία αντισύλληψη)
διάφραγμα
, λεπτή
μεμβράνη
σε μηχανισμούς, σε χημικά πειράματα κλπ
το
διάφραγμα
της φωτογραφικής μηχανής
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.