deniz

Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

deniz (tr)

  1. η θάλασσα, το πέλαγος
    Ege Denizi - Αιγαίο Πέλαγος
  2. θαλασσινός, που ζει στη θάλασσα ή κοντά σ' αυτήν (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
    deniz canlıları - τα θαλασσινά πλάσματα

Κλίση

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.