déguerpir
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.ɡɛʁ.piʁ/
Ρήμα
déguerpir (fr) (μεταβατικό)
- (νομικός όρος) εγκαταλείπω κάποια κτήση για να αποφύγω μερικές υποχρεώσεις
- (οικείο) φεύγω ξαφνικά, εξαφανίζομαι, ξεκουμπίζομαι, το βάζω στα πόδια
Συγγενικά
- déguerpissement
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.