craquelage

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
craquelage craquelages

Ουσιαστικό

craquelage (fr) αρσενικό

  • το ράγισμα της πορσελάνης, η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται τεχνητά ραγίσματα στην επιφάνειά της

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.