commutatrice
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| commutatrice | commutatrices |
Ουσιαστικό
commutatrice (fr) θηλυκό
- συσκευή που μπορεί να μετατρέψει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο, καθώς και το αντίστροφο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη commuter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.