co-driver

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

(αθλητισμός)
ενικός αριθμός: co-driver (en)
πληθυντικός αριθμός: co-drivers (en)

  • συνοδηγός· καθοδηγός/καθοδηγητής/δρομολογητής/οδοπλοηγός και όχι απλά επιβάτης στην θέση του συνοδηγού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.