ciąg

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ciąg (pl)

  1. σειρά, αντικείμενα τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο
  2. ακολουθία, η λογική ή χρονική σειρά
  3. (μαθηματικά) ακολουθία
  4. (μαθηματικά) πρόοδος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • (φυσική) siła ciągu
  • ciąg dalszy: η συνέχεια, το επόμενο
  • martwy ciąg

Εκφράσεις

  • ciąg dalszy nastąpi: συνεχίζεται..., η συνέχεια στο επόμενο
  • w ciągu: στη διάρκεια, (μέσα) σε,
    w ciągu godziny - (μέσα) σε μια ώρα
  • w dalszym ciągu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.