chineur

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
chineur chineurs

Ουσιαστικό

chineur (fr) αρσενικό

  1. άτομο που ψάχνει ευκαιρίες ανάμεσα σε αντικείμενα που εκτίθενται σε παζάρια, αγορές και παλαιοπωλεία
  2. (παρωχημένο) αλητάκος που κλέβει με το να αυξάνει δολίως τιμές σε προϊόντα προς πώληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.