chineur
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
chineur
chineurs
Ουσιαστικό
chineur
(fr)
αρσενικό
άτομο
που ψάχνει ευκαιρίες ανάμεσα σε αντικείμενα που εκτίθενται σε παζάρια, αγορές και παλαιοπωλεία
(παρωχημένο)
αλητάκος
που κλέβει με το να αυξάνει
δολίως
τιμές σε προϊόντα προς πώληση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.