chimera

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

chimera (en)

  1. η χίμαιρα (τέρας που αποτελείται από τμήματα διαφορετικών ζώων)
  2. η χίμαιρα (το απραγματοποίητο όνειρο)
  3. (γενετική) χίμαιρα ή χιμαιρισμός (συνδυασμός κυττάρων από δύο ανεξάρτητους ζυγώτες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.