cash flow

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
cash flow cash flows

Πολυλεκτικός όρος

cash flow (en)

  1. (λογιστική) χρηματοροή, ταμειακή ροή
  2. (λογιστική) cash flows statement: η κατάσταση ταμειακών ροών, η χρηματοοικονομική κατάσταση (κατάλογος) που παρουσιάζει τις ταμειακές ροές συγκεκριμένης περιόδου

Υπώνυμα

  • operating cash flow
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.