cash flow
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| cash flow | cash flows |
Πολυλεκτικός όρος
cash flow (en)
- (λογιστική) χρηματοροή, ταμειακή ροή
- (λογιστική) cash flows statement: η κατάσταση ταμειακών ροών, η χρηματοοικονομική κατάσταση (κατάλογος) που παρουσιάζει τις ταμειακές ροές συγκεκριμένης περιόδου
Υπώνυμα
- operating cash flow
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.