byle
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɨlɛ/
- ⓘ
Μόριο
byle (pl) θηλυκό
- να 'ναι (μόριο που προηγείται ουσιαστικού ή αντωνυμίας και δηλώνει πως είναι αδιάφορο το τι είναι το ουσιαστικό ή η αντωνυμία)
- byle kto / byle z kim - όποιος να 'ναι / με όποιον να 'ναι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.