brigadier

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

brigadier (en)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

brigadier <  δείτε τις λέξεις brigade και -ier

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁi.ɡa.dje/

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό brigadier brigadiers
θηλυκό brigadière brigadières

brigadier (fr)

  1. (στρατιωτικός όρος) o ταξίαρχος
  2. (στρατιωτικός όρος) σε ορισμένα σώματα, βαθμός ισάξιος του δεκανέα
  3. o υπαξιωματικός της αστυνομίας
  4. τo μέλος σώματος με ειδικές αρμοδιότητες
  5. στο θέατρο, το μπαστούνι με το οποίο χτυπούν τρεις φορές για να αρχίσει το θεατρικό έργο

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.