bricole
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- bricole < (άμεσο δάνειο) ιταλική briccola
Προφορά
- ΔΦΑ : /bʁi.kɔl/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bricole | bricoles |
bricole (fr) θηλυκό
- είδος καταπέλτη
- μπιμπλό, αντικείμενο χωρίς αξία
- μικροδουλειά, σύντομη εργασία
- (οικείο) αναποδιά, στεναχώρια
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.