bradage
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| bradage | bradages |
Ουσιαστικό
bradage (fr) αρσενικό
- η πώληση σε πολύ χαμηλή τιμή, συνήθως για να απαλλαχθούμε γρήγορα από κάτι
- (μεταφορικά) η εγκατάλειψη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη brader
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.