bobineur

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bobineur bobineurs
θηλυκό bobineuse bobineuses

Ουσιαστικό

bobineur (fr)

  1. αρσενικό ή θηλυκό αυτός/αυτή που φτιάχνει μπομπίνες
  2. αρσενικό συσκευή που πραγματοποιεί ηλεκτρικές μπομπίνες
  3. θηλυκό μηχανή που οδηγεί σύρμα ή κλωστή πάνω στη μπομπίνα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη bobine
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.