boğaça

Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

boğaça (tr) [1]

  • (απαρχαιωμένο) παρωχημένος τύπος του poğaça [2]

Αναφορές

  1. s.v. «μπουγάτσα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. poğaça (& boğaça) - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  3. boğaça στο τουρκικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.