bagel

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- τοροειδές ψωμάκι, δακτυλιόσχημο ψωμάκι, μπέιγκελ, εβραϊκό (πλέον παγκόσμιο) κουλούρι, χονδροκούλουρο, κουλουρόψωμο, μη γλυκό ντόνατ με κρούστα (κόρα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.