appendix

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

appendix (en)

  1. παράρτημα, κείμενο στο τέλος βιβλίου ή άρθρου που περιέχει κάτι σημαντικό, όχι όμως άμεσα σχετικό με το κυρίως περιεχόμενο του βιβλίου
  2. η σκωληκοειδής απόφυση
     συνώνυμα: vermiform appendix

Σημειώσεις

Ο πληθυντικός της λέξης για τη σημασία "παράρτημα" είναι appendices, ενώ για τη σημασία "σκωληκοειδής απόφυση" είναι appendixes.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.