androgynous

Αγγλικά (en)

Επίθετο

androgynous (en)

  1. ανδρόγυνος, που έχει τα χαρακτηριστικά και των δύο βιολογικών φύλων
  2. για χαρακτηριστικό που μπορεί να ανήκει και στα δύο βιολογικά φύλα
  3. που το βιολογικό φύλο ή το κοινωνικό φύλο δεν είναι ξεκάθαρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.