alkohol

Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

alkohol (hr) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

alkohol (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

alkohol (sr) αρσενικό



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

alkohol (sk) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

alkohol (cs) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.