ahead of

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

ahead of <  δείτε τις λέξεις ahead και of

Πρόθεση

ahead of (en)

  1. μπροστά, ενώπιόν του κάποιου, κάποιον ή κάτι είναι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο από κάποιον ή κάτι
    Look ahead of you!
    Κοίτα μπροστά σου!
    He has his whole life ahead of him.
    Έχει όλη τη ζωή μπροστά του.
     συνώνυμα:  in front of και before
  2. περνάω, είμαι πιο προχωρημένος από κάποιον ή κάτι, για παράδειγμα σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
    He is ahead of all in his class.
    Τους πέρασε όλους στην τάξη του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.