aftermarket

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- τα ανταλλακτικά, τα εξαρτήματα, η εμπορία τους και ο συγκεκριμένος εμπορικός κλάδος
- (οικονομία) οι αγοραπωλησίες (και η αγορά) μετοχών και ομολόγων μετά από την αρχική τους έκδοση
- ιμιτασιόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.