aftermarket

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. τα ανταλλακτικά, τα εξαρτήματα, η εμπορία τους και ο συγκεκριμένος εμπορικός κλάδος
  2. (οικονομία) οι αγοραπωλησίες (και η αγορά) μετοχών και ομολόγων μετά από την αρχική τους έκδοση
  3. ιμιτασιόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.