UX

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

UX < User eXperience

Συντομομορφή

UX (en) αρκτικόλεξο

  • (πληροφορική) user experience: η συμπεριφορά και η αίσθηση ενός ατόμου από την χρήση ενός προϊόντος, συστήματος ή υπηρεσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την διεπαφή χρήστη (user interface)
     συνώνυμα: UE
    συγγενικά: UXD (user experience design)

  • UX στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.