Luxemburg
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Luxemburg | — | |
| γενική | des | Luxemburgs | — | |
| δοτική | dem | Luxemburg | — | |
| αιτιατική | das | Luxemburg | — | |
Luxemburg (de) ουδέτερο
- το Λουξεμβούργο (χώρα)
- Λουξεμβούργο, πρωτεύουσα του ομωνύμου κράτους
Ολλανδικά (nl)
Προφορά
- ⓘ
Κύριο όνομα
Luxemburg (nl) ουδέτερο
- το Λουξεμβούργο (χώρα)
- Λουξεμβούργο, πρωτεύουσα του ομωνύμου κράτους
Φινλανδικά (fi)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.